- καρβούνι
- Ονομασία δύο οικισμών.
1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 600 μ., 44 κάτ.) στην πρώην επαρχία Γορτυνίας του νομού Αρκαδίας. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του νομού, 43 χλμ. ΒΔ της Τρίπολης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βυτίνας.
2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 370 μ., 45 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, Α της Κυπαρισσίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κυπαρισσίας.
* * *το (Μ καρβούνι[ν])1. μικρό κάρβουνο, άνθρακας2. μτφ. ψυχικός πόνος, έγνοια, θλίψη, βάσανο (φρ. «μού έγινε καρβούνι στην καρδιά» — μέ βασανίζει)νεοελλ.πολύτιμος λίθος με βαθύ κόκκινο χρώμα, ρουμπίνι.[ΕΤΥΜΟΛ. < καρβών-ιον*, πρβλ. κωδών-ιον > κουδούνι].
Dictionary of Greek. 2013.